- κουβαρντάνθρωπος
- και κουβαρδάνθρωπος και χουβαρντάνθρωπος, οκουβαρντάς, απλοχέρης, γενναιόδωρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβαρδάνθρωπος — ο βλ. κουβαρντάνθρωπος … Dictionary of Greek
χουβαρντάνθρωπος — ο, Ν βλ. κουβαρντάνθρωπος … Dictionary of Greek
χουβαρντάνθρωπος — χουβαρντάνθρωπος, ο και κουβαρντάνθρωπος, ο άνθρωπος που δαπανά για τους άλλους, απλοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)